τσόντα

τσόντα
η
(λ. ιταλ.)
1. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε φόρεμα για μεγάλωμά του.
2. μτφ., πρόσθετο κομμάτι σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, προσθήκη, επέκταμα, παρέκταμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσόντα — η, Ν 1. κομμάτι υφάσματος που προστίθεται σε ένα φόρεμα για να τό μακρύνει ή να τό φαρδύνει 2. (γενικά) κάθε κομμάτι που τίθεται ως προσθήκη σε κάτι άλλο 3. (κατ επέκτ.) καθετί που παρεμβάλλεται σε κάτι άλλο χωρίς να έχει καμιά σχέση μαζί του 4.… …   Dictionary of Greek

  • Imiskoumbria — Infobox musical artist 2 Name = Imiskoumbria Background = group or band Alias = Born = Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Hip hop Years active = 1994–present Label = Minos/EMI (2003 present) Def Jam/Universal (1999 2002) FM Records… …   Wikipedia

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • αβγάτισμα — το [αβγατίζω] 1. η επιπλέον προσθήκη, επαύξηση, μεγάλωμα, πολλαπλασιασμός 2. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος, τσόντα 3. αυτό που προήλθε από προσθήκη, προσαύξηση, πλεόνασμα 4. το παιχνίδι αβγατιστή* …   Dictionary of Greek

  • αβγατίδι — το [αβγατίζω] πρόσθετο κομμάτι υφάσματος με το οποίο συμπληρώνεται ή μεγαλώνει το ένδυμα, αλλιώς μάτισμα, τσόντα …   Dictionary of Greek

  • παρέκταμα — το, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. το αποτέλεσμα τού παρεκτείνω, η επέκταση, προέκταση, προσθήκη, επιμήκυνση, το μάτισμα, το τσοντάρισμα 2. κάθε τμήμα που προστίθεται σ ένα σύνολο ως συμπλήρωμα με σκοπό την επέκτασή του, η τσόντα 3. απόκομμα, απόσπασμα,… …   Dictionary of Greek

  • προέκταμα — το, Ν τεχνολ. το προστιθέμενο μέρος, η προέκταση, το μάτισμα, η τσόντα …   Dictionary of Greek

  • τσοντάρω — Ν 1. προσθέτω τσόντα 2. μτφ. συμβάλλω στην συμπλήρωση ενός χρηματικού ποσού («πρέπει να τσοντάρουμε όλοι για να μάς φτάσουν τα χρήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zontare] …   Dictionary of Greek

  • τσούντα — και τζούντα, η, Ν 1. ναυτ. σύσπαστο για την ανύψωση τού πικιού 2. το άκρο ενός αντικειμένου, ιδίως επιμήκους («η τσούντα τού μουστακιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zonda (βλ. και λ. τσόντα)] …   Dictionary of Greek

  • τσοντάρω — τσοντάρισα και τσόνταρα, τσονταρίστηκα, τσονταρισμένος 1. προσθέτω τσόντα (βλ. λ.), προσθέτω. 2. μτφ., συμπληρώνω χρηματικό ποσό για συμμετοχή στην εκπλήρωση κάποιου σκοπού: Τσοντάρισα κι εγώ στην ανέγερση της εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”