τσόντα — η, Ν 1. κομμάτι υφάσματος που προστίθεται σε ένα φόρεμα για να τό μακρύνει ή να τό φαρδύνει 2. (γενικά) κάθε κομμάτι που τίθεται ως προσθήκη σε κάτι άλλο 3. (κατ επέκτ.) καθετί που παρεμβάλλεται σε κάτι άλλο χωρίς να έχει καμιά σχέση μαζί του 4.… … Dictionary of Greek
Imiskoumbria — Infobox musical artist 2 Name = Imiskoumbria Background = group or band Alias = Born = Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Hip hop Years active = 1994–present Label = Minos/EMI (2003 present) Def Jam/Universal (1999 2002) FM Records… … Wikipedia
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
αβγάτισμα — το [αβγατίζω] 1. η επιπλέον προσθήκη, επαύξηση, μεγάλωμα, πολλαπλασιασμός 2. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος, τσόντα 3. αυτό που προήλθε από προσθήκη, προσαύξηση, πλεόνασμα 4. το παιχνίδι αβγατιστή* … Dictionary of Greek
αβγατίδι — το [αβγατίζω] πρόσθετο κομμάτι υφάσματος με το οποίο συμπληρώνεται ή μεγαλώνει το ένδυμα, αλλιώς μάτισμα, τσόντα … Dictionary of Greek
παρέκταμα — το, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. το αποτέλεσμα τού παρεκτείνω, η επέκταση, προέκταση, προσθήκη, επιμήκυνση, το μάτισμα, το τσοντάρισμα 2. κάθε τμήμα που προστίθεται σ ένα σύνολο ως συμπλήρωμα με σκοπό την επέκτασή του, η τσόντα 3. απόκομμα, απόσπασμα,… … Dictionary of Greek
προέκταμα — το, Ν τεχνολ. το προστιθέμενο μέρος, η προέκταση, το μάτισμα, η τσόντα … Dictionary of Greek
τσοντάρω — Ν 1. προσθέτω τσόντα 2. μτφ. συμβάλλω στην συμπλήρωση ενός χρηματικού ποσού («πρέπει να τσοντάρουμε όλοι για να μάς φτάσουν τα χρήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zontare] … Dictionary of Greek
τσούντα — και τζούντα, η, Ν 1. ναυτ. σύσπαστο για την ανύψωση τού πικιού 2. το άκρο ενός αντικειμένου, ιδίως επιμήκους («η τσούντα τού μουστακιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zonda (βλ. και λ. τσόντα)] … Dictionary of Greek
τσοντάρω — τσοντάρισα και τσόνταρα, τσονταρίστηκα, τσονταρισμένος 1. προσθέτω τσόντα (βλ. λ.), προσθέτω. 2. μτφ., συμπληρώνω χρηματικό ποσό για συμμετοχή στην εκπλήρωση κάποιου σκοπού: Τσοντάρισα κι εγώ στην ανέγερση της εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)